- τυμπανιστής
- ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω]αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστηςνεοελλ.(ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή μουσικός που παίζει τύμπανο σε ορχήστρααρχ.1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Τυμπανισταίτίτλος έργου τού Σοφοκλέους2. το θηλ. ιέρεια τής Κυβέλης, η οποία είχε ως έργο την κρούση τυμπάνου κατά τη διάρκεια διαφόρων τελετών προς τιμήν αυτής τής θεάς.
Dictionary of Greek. 2013.